Είδες το φως του ήλιου πολλά χρόνια πριν.
Γεννήθηκες από τα χέρια της μαμής και το κλάμα σου έγινε ένα με τους ήχους των πουλιών, του κήπου σου .
Τα μωρουδιακά σου δεν υπήρξαν ποτέ, φτηνά υλικά μιας χρήσης.
Το παιδικό σου κρεβατάκι ήταν τις περισσότερες φορές αυτοσχέδιο.
Τα πρώτα παιγνίδια σου φτιάχτηκαν με τα κουρέλια, των ρούχων της οικογένειας.
Το γάλα της γαϊδούρας ή στην καλύτερη περίπτωση της κατσίκας, ήταν το συμπλήρωμα εκείνου της μάνας σου.
Μπουσούλισες και άγγιξες την πέτρα στο τοίχο του σπιτιού σου.
Αποκοιμήθηκες δίπλα στο χωριάτικο τζάκι, αφού σε νανούρισε ο ήχος της φωτιάς του.
Η πείνα του πολέμου έγινε ο εφιάλτης σου.
Έπαιξες το ρόλο της μάνας από τα δέκα σου, όταν έπρεπε να φροντίσεις τα μικρότερα αδέλφια σου, αφού η μάνα συνήθως έφευγε για τα χωράφια.
Κατάφερες ή τις περισσότερες φορές όχι, να πας με τα πόδια στο διπλανό κεφαλοχώρι για να μάθεις πέντε κολλυβογράμματα.
Κουβάλησες με τη στάμνα το νερό που θα πίνατε, από τη γειτονική πηγή.
Μάζεψες από το χώμα το ψωμί που σου έπεσε από το μεσημεριανό τραπέζι ,το φίλησες, το σταύρωσες, το έφαγες.
Είδες τους συχωριανούς σου να μαζεύονται για να φτιάξουν όλοι μαζί το καινούργιο δωμάτιο του νέου ζευγαριού.
Ο αποταμιευτικός σου λογαριασμός ήταν το γεμάτο πιθάρι λάδι, το βαρέλι με το κρασί και τα δυο τσουβάλια αλεύρι στην αποθήκη της ύπαρξής σου.